- προστέλλειν
- προστέλλωsends him forth as a championpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστέλλω — Α [στέλλω] 1. καλύπτω, προστατεύω κάποιον («διὰ τό... προστέλλειν τὰ γυμνὰ ἕκαστον... τῇ τοῡ ἐν δεξιᾷ παρατεταγμένου ἀσπίδι», Δίων Κάσσ.) 2. μέσ. προστέλλομαι στέλνω κάποιον στην πρώτη γραμμή τού πολέμου για να πολεμήσει ως πρόμαχος («δίκη δ… … Dictionary of Greek